- στρέψη
- Παραμόρφωση που υφίσταται ένα στερεό από τις δράσεις δύο ζευγών, ίσης και αντίθετης ροπής, τα οποία βρίσκονται σε επίπεδα δύο διάφορων εγκάρσιων τομών του ορισμένου σώματος. Με τις συνθήκες αυτές, το σώμα δεν υφίσταται περιστροφή στο σύνολό του, αλλά παραμορφώνεται και η παραμόρφωση αυτή εμφανίζεται ως περιστροφή μιας εγκάρσιας τομής του σώματος ως προς μια άλλη. Το φαινόμενο περιπλέκεται, επειδή οι συγκεκριμένες διατομές δεν μένουν επίπεδες, αλλά καμπυλώνονται από τη στρέψη.
Η απλούστερη περίπτωση σ. είναι όταν ένα ζεύγος δρα στο ελεύθερο άκρο μιας κυλινδρικής ράβδου με ευθύγραμμο άξονα, πακτωμένης στο άλλο άκρο. Στην ιδιαίτερη αυτή περίπτωση, η στρεπτική ροπή είναι σταθερή σε κάθε διατομή. Ακόμα και στην περίπτωση δοκών με πολύ απλή μορφή, η μελέτη της σ. είναι δυσχερής, κυρίως εξαιτίας της καμπύλωσης των διατομών. Η καμπύλωση μπορεί να μελετηθεί, χωρίς σημαντικές δυσχέρειες, μόνο σε πλήρεις δοκούς με κυκλική διατομή. Η περιστροφή προκύπτει τόσο μεγαλύτερη, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση της θεωρούμενης διατομής από το πακτωμένο άκρο της δοκού. Με την παραμόρφωση που παράγεται από τη σ., οι παράλληλες προς τον άξονα γραμμές του κύλινδρου παίρνουν τη μορφή κυλινδρικών ελίκων, που έχουν άξονα τον άξονα του κύλινδρου. Περιπλοκότερη εμφανίζεται η μελέτη των παραμορφώσεων που προκύπτουν από τη σ. δοκών μη κυκλικής διατομής.
* * *η / στρέψις, -εως, ΝΜΑ [στρέφω]1. στροφή2. περιστροφήνεοελλ.1. φυσ. μορφή καταπόνησης ενός στερεού σώματος όταν δρουν σε αυτό δύο αντίθετα ζεύγη δυνάμεων τα οποία αναπτύσσονται σε παράλληλα επίπεδα2. ζωολ. εμβρυολογικό φαινόμενο που παρατηρείται στα γαστερόποδα μαλάκια που συνίσταται σε στροφή 180° τών σπλάγχνων τής προνύμφης από μια οπίσθια σε μια πρόσθια θέση πίσω από το κεφάλι, έτσι ώστε τα βράγχια και η έδρα να βρίσκονται πάνω από το κεφάλι3. φρ. α) «ζυγός στρέψης» ή «ζυγός Κουλόμπ» — συσκευή για την εκτίμηση τών μαγνητικής φύσεως δυνάμεων που προκαλούνται από τους μαγνήτες καθώς και τών ηλεκτροστατικών δυνάμεωνβ) «στρέψη τής μήτρας»(κτην.) στροφή τής μήτρας γύρω από τον επιμήκη άξονά της, η οποία καταλήγει στη μερική ή πλήρη απόφραξη τής κολπικής οδούμσν.μεταβολή, μετατροπήαρχ.(κατά τον Ησύχ.) απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.